αγγλιστί
Смотреть что такое "αγγλιστί" в других словарях:
αγγλιστί — επίρρ. τροπ., στην αγγλική γλώσσα: Του μίλησε αγγλιστί και συνεννοήθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγλιστί — επίρρ. [αγγλίζω] στην αγγλική γλώσσα … Dictionary of Greek
Adverb — ExamplesSidebar|28% * The waves came in quickly over the rocks. * I found the film amazingly dull. * The meeting went well, and the directors were extremely happy with the outcome. * Crabs are known for walking sideways. * I often have eggs for… … Wikipedia